Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



κάθηται, νὰ


Ερμηνεία:

 [γ΄πρόσωπο ενικού υποτακτικής του ρ. κάθημαι (κάθομαι, ησυχάζω, είμαι καθισμένος)



Ετυμολογία:

[<(Όμηρ.) κάθημαι < κατά + (Όμηρ.) ἧμαι (στέκομαι ακίνητος, κάθομαι ήσυχος), Καινή Διαθήκη: 91 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

...ἐσυνήθιζε νὰ κάθηται…[Πάσχα Ρωμέϊκο]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: